вынужден - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

вынужден - translation to Αγγλικά


вынужден      

• Such a civilization would be forced (or would have) to use the metals in the ratios that ...

вынужденный      
adj.
forced, constrained, compelled; вынужденное движение, forced vibration, forced motion
under compulsion         
BOOK BY THOMAS M. DISCH
Fun with Your New Head

общая лексика

вынужденный

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για вынужден
1. При этом я вынужден был -- именно вынужден -- отказаться от уже налаженного и приносящего доход дела.
2. "Самараоргсинтез" был вынужден остановить производство.
3. Последний вынужден был покинуть заседание совбеза.
4. Испанец вынужден будет пропустить Открытый чемпионат Австралии.
5. После них Бурокявичюс был вынужден покинуть родину.
Μετάφραση του &#39вынужден&#39 σε Αγγλικά